- ξιφουλκῷ
- ξιφουλκόςdrawing a swordmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξιφουλκώ — ξιφουλκώ, ξιφούλκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξιφουλκώ — έω σύρω, τραβώ το ξίφος από τη θήκη, ξεσπαθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ουλκῶ (< ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ρυμ ουλκώ] … Dictionary of Greek
ξιφουλκώ — ξιφούλκησα, βγάζω, σύρω το ξίφος έξω από τη θήκη, τραβώ το σπαθί, ξεσπαθώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξιφουλκῶι — ξιφουλκῷ , ξιφουλκός drawing a sword masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσπαθώνω — 1. τραβώ και βγάζω το σπαθί ή το ξίφος ή τη λόγχη από τη θήκη, ξιφουλκώ («ο Έλλην ξεσπαθώνει...») 2. μτφ. κινούμαι δραστήρια, δραστηριοποιούμαι υπέρ ή εναντίον κάποιου, κινώ εκστρατεία για τη λύση ενός προβλήματος 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
ξιφουλκός — ξιφουλκός, όν (Α) αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek
ξιφούλκηση — η [ξιφουλκώ] η εξαγωγή τού ξίφους από τη θήκη του με σκοπό την ξιφομαχία ή την ξιφασκία … Dictionary of Greek
ρινουλκώ — έω, Α εισπνέω, αναρροφώ με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ουλκῶ (< ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. καρδι ουλκώ, ξιφουλκώ] … Dictionary of Greek
ξεσπαθώνω — ξεσπάθωσα, ξεσπαθωμένος 1. βγάζω το σπαθί από τη θήκη, ξιφουλκώ. 2. μτφ., ενεργώ δραστήρια για κάποιον ή ενάντια σε κάποιον: Ξεσπάθωσε ενάντια στους προϊσταμένους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)